aparejado - ορισμός. Τι είναι το aparejado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι aparejado - ορισμός


aparejado      
Sinónimos
adjetivo
aparejado      
part. pas.
Participio de aparejar.
adj.
1) Con los verbos traer y llevar, inherente o inseparable de aquello de que se trate.
2) Apto, idóneo.
aparejado      
aparejado, -a Participio adjetivo de "aparejar". *Adecuado.
Llevar [o traer] aparejado. Tener una cosa como compañera o consecuencia inevitable a otra que se expresa: "Ese acto de indisciplina lleva aparejada la pérdida del empleo". Arrastrar, llevar [o traer] consigo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aparejado
1. Temo, en tal sentido, que el incremento de aquélla vaya aparejado al adelgazamiento de ésta.
2. El crecimiento de ambos países-continentes va aparejado a una mayor demanda de alimentos, incluida la carne.
3. En todo 2005 se firmaron 71.074 escrituras.Claro que la mayor actividad trae aparejado un crecimiento en los precios.
4. El consumo y distribución de pornografía infantil no sólo es un delito, sino que trae aparejado otro peor, su producción.
5. Por eso la clasificación o la eventual obtención del Clausura 05 traerá aparejado la "culminación de un proceso sensacional", según sostuvo el técnico.
Τι είναι aparejado - ορισμός